- Ἀριστείδου
- Ἀριστείδηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιλησιακός — ή, ό (Α μιλησιακός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μίλητο ή αυτός που προέρχεται από τη Μίλητο 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μιλησιακά τίτλος έργου τού Αριστείδου τού Μιλησίου το οποίο αποτελούνταν από σύντομα διηγήματα με ερωτικό… … Dictionary of Greek
φιλαριστείδης — ὁ, Α φίλος, θαυμαστής τού Αριστείδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἀριστείδης] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Εμπεδοκλής, Γρηγόριος — (1861 – 1951). Τραπεζίτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αρχικά άνοιξε χρηματιστηριακό γραφείο στην οδό Αριστείδου. Το 1905 ίδρυσε ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία Τράπεζα Εμπεδοκλέους, η οποία το 1908… … Dictionary of Greek